σαϊτιά

σαϊτιά
σαϊτιά, η και σαγιτιά, η
1. εκτόξευση σαΐτας.
2. χτύπημα με σαΐτα.
3. μτφ., ερωτικά χτυπήματα: Κάθε της ματιά είναι σαϊτιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σαϊτιά — και σαϊττιά και σαγιτ(τ)ιά, η, Ν 1. εκτόξευση σαΐτας 2. χτύπημα με σαΐτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαΐτ(τ)α / σαγίτ(τ)α + κατάλ. ιά (πρβλ. μαχαιρ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • δοξαριά — η [δοξάρι] 1. ρίξιμο με τόξο, σαϊτιά 2. το χτύπημα τών χορδών έγχορδου μουσικού οργάνου με τριβή ειδικού τόξου …   Dictionary of Greek

  • σαγιτιά — και σαγιττιά, η, Ν βλ. σαϊτιά …   Dictionary of Greek

  • πετροπήγαδο — το πηγάδι ανοιγμένο σε βράχο: Και του ματιού σου η σαϊτιά πύργους ξεθεμελιώνει, πύργους και πετροπήγαδα κι αυλές μαρμαρωμένες (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”